Ο συγκεκριμένος κάνθαρος προέρχεται από έναν πλούσια κτερισμένο τάφο του νεκροταφείου της αρχαίας Ακάνθου στη Χαλκιδική και θα εκτίθεται στην περιοδική έκθεση του ΑΜΘ «Από τον Νότο στον Βορρά: αποικίες των Κυκλάδων στο Βόρειο Αιγαίο» μέχρι και το τέλος του μήνα.
Πρόκειται για ένα πολυτελές αγγείο, προϊόν αττικού εργαστηρίου, το οποίο αποδίδεται στον ζωγράφο του Συρίσκου. Το κυρίως σώμα του αποτελείται από δυο ανάγλυφα κεφάλια, τα οποία συνενώνονται στο πίσω μέρος. Κοιτώντας λοιπόν το αγγείο από την μια όψη, βλέπει κανείς το πρόσωπο μιας λευκής γυναίκας με όμορφα, κομψά χαρακτηριστικά, ενώ από την άλλη αντικρύζει έναν άνδρα με πλατιά μύτη, σαρκώδη χείλη και μελαμψή επιδερμίδα, στοιχεία που υποδηλώνουν την αφρικανική καταγωγή του. Στον λαιμό του κάνθαρου ένα κλαδί κισσού, του ιερού φυτού του Διόνυσου, παραπέμπει στην οινοποσία και το συμποσιακό περιβάλλον.
Έκπληξη προκαλεί το χιουμοριστικό περιεχόμενο της επιγραφής που κάποια στιγμή χαράκτηκε στο χείλος του, με τρόπο που δίνει την εντύπωση ότι οι δυο μορφές μας συστήνονται. Έτσι, από την πλευρά του γυναικείου προσώπου διαβάζει κανείς «Είμαι η Ερώνασσα, πολύ όμορφη», ενώ από την πλευρά του ανδρικού προσώπου γράφει «Είμαι ο Τίμυλλος, τόσο όμορφος όσο αυτό το πρόσωπο».
Το πνεύμα της επιγραφής όπως επίσης και η επιλογή του συγκεκριμένου εικονιστικού προτύπου παρουσιάζουν ενδιαφέρον και γίνονται καλύτερα αντιληπτά αν ληφθεί υπόψη το πλαίσιο χρήσης του αγγείου, το συμπόσιο. Στα τέλη του 6ου και στις αρχές του 5ου αι. π.Χ., τα προσωπόμορφα αγγεία γίνονται της μόδας στην Αττική. Ως επί το πλείστον πρόκειται για οινοχόες και κανθάρους, σκεύη δηλαδή που προορίζονται για το σερβίρισμα και την κατανάλωση του κρασιού στα συμπόσια. Ειδικά στους αμφιπρόσωπους κανθάρους οι αγγειοπλάστες αποδίδουν πλαστικά προτομές προσώπων, που μπορεί να απεικονίζουν λευκή ή μαύρη γυναίκα, μαύρο άνδρα, Σάτυρο, Ηρακλή ή Διόνυσο, ενώ συχνά συμπληρώνουν τη διακόσμηση με μοτίβα διονυσιακά. Οι συνδυασμοί των προσώπων ποικίλλουν, αλλά υπάρχει ωστόσο η τάση δημιουργίας αντίθεσης ως προς το φύλο ή/και τη φυλή, όπως συμβαίνει στον κάνθαρο της Ακάνθου.
Δεδομένου ότι τα εικονογραφικά θέματα αντλούνται από το συμποσιακό περιβάλλον, η γυναικεία μορφή έχει ερμηνευτεί ως εταίρα και ο Αφρικανός ως δούλος, άτομα τα οποία συνδέονται άμεσα με το σερβίρισμα του κρασιού και τη διασκέδαση των συμποσιαστών. Κατ’ αυτό τον τρόπο τα συμποσιακά σκεύη «εξατομικεύονται», αποκτούν ανθρώπινα χαρακτηριστικά και παίρνουν τη μορφή του υπηρέτη ή της υπηρέτριας που σερβίρει σε αυτά. Η απεικόνιση ωστόσο του Αφρικανού αποτελεί μια επιλογή πιο δυσερμήνευτη. Oι αρχαίοι Έλληνες ήταν εξοικειωμένοι με τους Αφρικανούς, τους Αιθίοπες, όπως αδιακρίτως τους αποκαλούσαν, γι’ αυτό και τους απέδιδαν με μεγάλη ρεαλιστική ακρίβεια στην τέχνη. Οι καλλιτεχνικές αυτές απεικονίσεις της ετερότητας αν και μας προσφέρουν μοναδικές ευκαιρίες για να γνωρίσουμε τις αντιλήψεις των αρχαίων γύρω από τις φυλετικές ταυτότητες, ερμηνεύονται ωστόσο κατά περίπτωση και δεν έχουν σαφή σημασία. Έτσι, στην περίπτωση του αγγείου της Ακάνθου, η εξωτική καταγωγή του δούλου, η γκροτέσκα απόδοσή του με έντονα χαρακτηριστικά προγναθισμού, όπως επίσης και ο περιπαικτικός χαρακτήρας της επιγραφής θα πρέπει να γίνονται αντιληπτά μέσα στη διασκεδαστική και ανάλαφρη ατμόσφαιρα του συμποσίου.
Χρονολόγηση: 480-470 π.Χ.
Διαστάσεις: ύψος 19εκ, διάμετρος χείλους 12,5εκ
Μπορείτε να δείτε το έκθεμα στην περιοδική έκθεση «Από τον Νότο στον Βορρά: αποικίες των Κυκλάδων στο Βόρειο Αιγαίο».