Διαλέξαμε από τις συλλογές μας

Οι υπαίθριες εκθέσεις του μουσείου: ένας ευχάριστος αρχαιολογικός περίπατος χωρίς εισιτήριο!

H υπαίθρια έκθεση «Αγρός,  Οικία, Κήπος, Τόπος», στην αυλή του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, περιλαμβάνει αρχαιότητες της εποχής της μεγάλης ακμής της Θεσσαλονίκης (2ος - 4ος αιώνας μ.Χ.).

Στο πρώτο μέρος της έκθεσης παρουσιάζονται σαρκοφάγοι και βωμοί από τα νεκροταφεία της πόλης, ταφικά μνημεία που τοποθετούνταν στις πλευρές των δρόμων ή εντάσσονταν σε ιδιόκτητους περιβόλους (τόποι).

Στο δεύτερο τμήμα της έκθεσης υπάρχει η αναπαράσταση μίας πλούσιας αστικής οικίας της Θεσσαλονίκης των αυτοκρατορικών χρόνων (2ος-3ος αι. μ.Χ.). Για τη διαμόρφωσή της οικίας χρησιμοποιήθηκαν σύγχρονα δομικά υλικά, αλλά και αυθεντικά ψηφιδωτά δάπεδα. Η οικία στη Θεσσαλονίκη, αν και δέχεται επιρροές από τη Ρώμη, συνεχίζει τον τύπο των πλούσιων ελληνιστικών σπιτιών με ανάπτυξη των χώρων γύρω από μία εσωτερική αυλή με περιμετρική κιονοστοιχία. Τοίχοι και δάπεδα διακοσμούνται με τοιχογραφίες και εντυπωσιακά ψηφιδωτά.

Η τρίτη ενότητα της έκθεσης περιλαμβάνει τιμητικούς βωμούς που αποτελούν τις βάσεις αγαλμάτων σημαντικών πολιτών της Θεσσαλονίκης, σε δημόσιους χώρους και οικοδομήματα.

Στην υπαίθρια έκθεση «Μνήμη και Λίθοι» παρουσιάζονται λίθινες αρχαιότητες από τη Θεσσαλονίκη και τη Μακεδονία. Τα περισσότερα αντικείμενα χρονολογούνται από τον 1ο έως τον 7ο αιώνα μ.Χ.

Ο λίθος, φυσικό υλικό με μεγάλη αντοχή με διάρκεια στον χρόνο, αποτελεί το κύριο υλικό κατασκευής ναών και δημόσιων κτηρίων, αγαλμάτων ηρώων και θεών, ανδριάντων και προτομών ηγεμόνων και επιφανών πολιτών. Σε λίθο χαράχθηκαν οι νόμοι και τα ψηφίσματα των πόλεων, οι αναθηματικές επιγραφές προς τους θεούς, οι τιμητικές επιγραφές για τους άρχοντες, τους βασιλείς και τους αυτοκράτορες. Με λίθινες ανάγλυφες στήλες, βωμούς και μνημεία ο άνθρωπος σήμανε τους τάφους των νεκρών του.

Η έκθεση είναι προσβάσιμη σε άτομα με κινητικά προβλήματα και προβλήματα όρασης.

Ο Θησαυρός της Αραβησσού

Ο «θησαυρός» της Αραβησσού (Τελική Νεολιθική περίοδος / περίπου 4500-3200 π.Χ.) είναι ένα σύνολο έξι χρυσών αντικειμένων (2 δακτυλιόσχημα περίαπτα, 2 ταινιόσχημα ελάσματα ελλειψοειδούς σχήματος, 1 δισκόμορφο έλασμα και ένας δακτύλιος) που βρέθηκαν τυχαία στην περιοχή της Αραβησσού Πέλλας. Πιστεύεται ότι προέρχονται από νεκροταφείο, το οποίο ωστόσο δεν έχει γίνει δυνατό να εντοπιστεί. Ανήκουν σε τύπους που μας είναι γνωστοί από αρκετές θέσεις του Αιγαίου, των Βαλκανίων και της Μαύρης Θάλασσας.

Τα δακτυλιόσχημα περίαπτα από σφυρήλατο έλασμα θεωρείται ότι αποδίδουν σχηματικά το ανθρώπινο σώμα και έχουν ερμηνευθεί ως αποτροπαϊκά ή θρησκευτικά σύμβολα. Όμοια αντικείμενα από άλλα υλικά, όπως άργυρο, μάρμαρο, λίθο και πηλό, έχουν βρεθεί σε πολλές θέσεις σε όλη την Ελλάδα. Μία βραχογραφία από τον οικισμό της Πλάκας στην Άνδρο αναπαριστά μορφές που στους καρπούς των χεριών έχουν δεμένα δακτυλιόσχημα περίαπτα.

Τα χρυσά αντικείμενα από την Αραβησσό αποτελούν μια ομάδα με ιδιαίτερη σπουδαιότητα όχι μόνο λόγω του πολύτιμου υλικού από το οποίο ήταν φτιαγμένα αλλά και γιατί δηλώνουν τη δυνατότητα κάποιων ατόμων ήδη από τη Νεολιθική εποχή να αποκτούν προσωπικά αντικείμενα γοήτρου, τα οποία ορισμένες φορές συνόδευαν τους κατόχους τους στην τελευταία τους κατοικία. Έτσι, υποδηλώνεται και το ενδιαφέρον της κοινότητας για τη διαχείριση των νεκρών και την «επένδυση» στην ιδεολογία του θανάτου, ως μέρος των συλλογικών αντιλήψεων των νεολιθικών κοινωνιών.

Ο Θησαυρός των Πετραλώνων

Ο «θησαυρός των Πετραλώνων» αποτελείται από χάλκινα εργαλεία (σαράντα σμίλες και τέσσερις πελέκεις) και χρονολογείται στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού 3η χιλιετία π.Χ. Είναι ένα σπάνιο εύρημα που ήρθε στο φως τυχαία κοντά στο χωριό Πετράλωνα της Χαλκιδικής.

Το γεγονός ότι όλα τα εργαλεία είναι αξιοπρόσεχτης τεχνικής αρτιότητας και φέρουν ίχνη χρήσης και φθοράς υποδηλώνει ότι είναι πιθανό να βρίσκονταν στα χέρια ενός μεταλλουργού ή/και εμπόρου, ο οποίος αφού τα ακόνιζε θα μπορούσε να τα επιστρέψει στους ιδιοκτήτες τους ή να τα μεταπωλήσει. Ο θησαυρός των Πετραλώνων δείχνει με ανάγλυφο τρόπο το εξελιγμένο τεχνολογικό στάδιο, στο οποίο είχε φτάσει η επεξεργασία των μετάλλων ήδη από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, στοιχείο που πιστοποιείται και από άλλα ευρήματα στη Μακεδονία και την υπόλοιπη Ελλάδα. Η κυκλοφορία των μεταλλικών αντικειμένων καθώς και η παρουσία τύπων που απαντούν σε όλο το Αιγαίο και τον ευρύτερο βαλκανικό χώρο υποδεικνύουν την ύπαρξη ισχυρής τεχνολογικής παράδοσης αλλά και ενεργών δικτύων διακίνησης.

Ταφικός βωμός ηθοποιού (170 - 200 μ.Χ.)

Κοντά στο ανατολικό τείχος της Θεσσαλονίκης βρισκόταν ο τάφος του τραγικού υποκριτή Μάρκου Ουαρεινίου Αρέσκοντα, ενός πρόωρα αδικοχαμένου σταρ της εποχής του. Στον επιτύμβιο βωμό που ήταν στημένος προς τιμή του εντυπωσιάζει η άριστη διατήρηση των χρωμάτων.

Ο νεκρός εικονίζεται ως ήρωας ή βασιλιάς φορώντας χιτώνα τραγικού υποκριτή. Στο δεξιά της μορφής εικονίζεται ένα γυναικείο τραγικό προσωπείο, που υποδηλώνει ότι ο Αρέσκων ήταν ηθοποιός που υποδυόταν όχι μόνο στρατιωτικούς ηγέτες ή ήρωες, όπως δείχνει το κοστούμι του, αλλά και γυναικείους ρόλους.

Το όνομά του Αρέσκων (= αυτός που αρέσει, που είναι δημοφιλής), ιδιαίτερα ταιριαστό για ηθοποιό, ταυτίζεται με εκείνο της μητέρας του, Ουαρεινίας Αρέσκουσας. Πρόκειται, δηλαδή, για μια οικογένεια ηθοποιών, μόνο που η μητέρα θα ήταν ηθοποιός του λαϊκού θεάτρου των μίμων, ενώ ο Μάρκος κατόρθωσε να προαχθεί στο «μεγάλο» θέατρο των δραματικών αγώνων και να γίνει τραγικός υποκριτής, και μάλιστα σε νεαρή ηλικία. Τα θεατρικά επαγγέλματα ήταν παραδοσιακά στην αρχαιότητα και συχνά περνούσαν από τους γονείς στα παιδιά.

Οκταβιανός Αύγουστος, ο πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτορας

Ο ανδριάντας του Οκταβιανού Αυγούστου, του πρώτου Ρωμαίου αυτοκράτορα (24 π.Χ – 14 μ.Χ), είναι ο πληρέστερα σωζόμενος ανδριάντας του Μουσείου Θεσσαλονίκης. Αποδίδει έναν πολύ διαδεδομένο τύπο, τον λεγόμενο Prima Porta. Ονομάστηκε έτσι επειδή ένα από τα γνωστότερα αντίγραφά του βρέθηκε στην έπαυλη της συζύγου του Λιβίας, στην ομώνυμη θέση λίγα χιλιόμετρα βόρεια της Ρώμης.

Εικονίζεται ένας ωραίος και εξιδανικευμένος άνδρας, στην ακμή της νεότητάς του. Η απόδοσή του με γυμνό κορμί και ιμάτιο τυλιγμένο στα σκέλη κρατώντας σκήπτρο ή δόρυ, τον εξομοιώνει με θεό. Το νεανικό του πρόσωπο και τα μαλλιά με τους τακτοποιημένους βοστρύχους παραπέμπουν σε αθλητή ή ήρωα του 5ου αι. π.Χ., θυμίζοντας ένα περίφημο ελληνικό άγαλμα, τον Δορυφόρο του Πολύκλειτου. Με την ιδεαλιστική αυτή επιλογή αποδίδεται στον ανδριάντα το κύρος και η ανωτερότητα των κλασικών έργων.

Το έργο αποτελεί μάλλον μεταθανάτιο ανδριάντα και είναι πιθανό να κατασκευάστηκε σε εργαστήριο της Θεσσαλονίκης. Βρέθηκε το 1939 μαζί με έναν ακέφαλο ανδριάντα που αποδίδεται στον αυτοκράτορα Κλαύδιο. Ίσως ήταν στημένα μαζί στο ίδιο κτήριο, πιθανότατα σε έναν ναό αυτοκρατορικής λατρείας.

Ένα «ελληνικό» αιγυπτιακό ιερό στη Θεσσαλονίκη

Στο μεγάλο ιερό των Αιγυπτίων θεών της αρχαίας Θεσσαλονίκης είναι αφιερωμένη μία ενότητα της έκθεσης «Θεσσαλονίκη, Μακεδονίας μητρόπολις».

Συγκλονιστικό εύρημα της ανασκαφής του τεμένους, που βρίσκεται σήμερα θαμμένο σε μια πυκνοκατοικημένη γειτονιά του ιστορικού κέντρου της πόλης, αποτέλεσε η υπόγεια κρύπτη ενός ναού (στο Μουσείο εκτίθεται μακέτα). Η κρύπτη βρέθηκε σφραγισμένη και όλος ο πλούτος της ανέπαφος.

Μέσα στην κρύπτη βρέθηκαν πλήθος γλυπτών, επιγραφών στην ελληνική και αναθημάτων που ζωντανεύουν μια αρχαία λατρεία με έντονο ελληνικό χαρακτήρα και θερμούς οπαδούς σε όλα τα στρώματα του πληθυσμού. Το ιερό είχε συνεχή λειτουργία από τα ελληνιστικά χρόνια μέχρι το τέλος της αρχαιότητας (3ος αι. π.Χ. – 4ος αι. μ.Χ.).

Ανάμεσα στα ευρήματα που εκτίθενται ξεχωρίζουν: μία επιγραφή του 187 π.Χ., το λεγόμενο «Διάγραμμα Φιλίππου Ε'», που τεκμηριώνει τον μεγάλο πλούτο του τοπικού ιερού στα ελληνιστικά χρόνια, και οι κεφαλές από τα λατρευτικά αγάλματα του Σάραπι και της Ίσιδας. Μαζί με το ιερό ζευγάρι των Αιγυπτίων θεών λατρεύονταν και ελληνικές θεότητες, όπως η Αφροδίτη, στην οποία ανήκει ένα αριστουργηματικό άγαλμα της θεάς, αντίγραφο ενός περίφημου έργου της κλασικής εποχής.

Τόπος εύρεσης: Θεσσαλονίκη. Εντοπίστηκε κατά τη διάνοιξη της «Διαγωνίου Βαρδαρίου», δηλαδή της σημερινής οδού Καραολή και Δημητρίου των Κυπρίων (πρώην Διοικητηρίου). Το μεγάλο τέμενος εκτείνεται στην περιοχή των οδών Πτολεμαίων και Αντιγονιδών.

Χρονολόγηση: 3ος αι. π.Χ. – αρχές 4ου αι. μ.Χ.

Μαρμάρινες νεκρικές κλίνες του μακεδονικού τάφου της Ποτίδαιας

Το 1984 εντοπίστηκε στη θέση Πετριώτικα, νότια της αρχαίας Ποτίδαιας, ένας μικρός, μονοθάλαμος μακεδονικός τάφος με δωρική πρόσοψη. Στο εσωτερικό του διασώθηκαν λίγα κτερίσματα που τον χρονολογούν γύρω στο 300 π.Χ.

Το σημαντικότερο εύρημα του τάφου είναι δύο νεκρικές κλίνες, τοποθετημένες σε γωνία μεταξύ τους. Στη μαρμάρινη πρόσοψή τους, αποδίδονται ανάγλυφα και με καφεκίτρινο χρώμα τα πόδια και οι δύο οριζόντιοι κανόνες, κατά μίμηση των αληθινών ξύλινων κλινών. Στα πόδια υπάρχουν επιπλέον διακοσμητικά μοτίβα με έντονο κόκκινο χρώμα: έλικες, ανθέμια, αβακωτό κόσμημα, φύλλα άκανθας και γοργόνεια. Στα μέτωπα των κλινών η διακόσμηση χωρίζεται σε τρεις ζώνες. Στην ανώτερη παριστάνεται διονυσιακή σκηνή μέσα σε υπαίθριο ιερό της Αρτέμιδας που δηλώνεται με βωμούς, κρήνες, ένα δέντρο και ένα άγαλμα της θεάς. Παριστάνονται ημίγυμνες μισοξαπλωμένες μορφές (Αφροδίτη, Μαινάδες, Παπποσιληνός, Διόνυσος, Αριάδνη, Έρωτας), καθώς και ζώα (χήνα, ελαφάκι, λεοπάρδαλη). Στη μεσαία ζώνη εικονίζονται πέντε ζεύγη γρυπών που κατασπαράζουν ελάφια και στην κάτω ζευγάρια ζώων (λιοντάρια, ταύροι, πάνθηρες, αγριόχοιροι κ.ά.) δίπλα σε φυτικά κοσμήματα και κρατήρες. Στο κατώτερο μέρος των κλινών παριστάνονται δύο χαμηλά υποπόδια σε μαύρο βάθος.

Tα θέματα της ζωφόρου Α και Γ αποδόθηκαν αποκλειστικά σχεδόν με καστανό περίγραμμα και φειδωλή χρήση άλλων χρωμάτων (κόκκινο, γαλάζιο, κίτρινο). Αντίθετα, στη μεσαία ζώνη τα κύρια στοιχεία αποδίδονται με λεπτή εγχάραξη και η τελική απόδοση σχεδόν αποκλειστικά με χρώμα.

Πρόκειται για εξαιρετικό δείγμα ζωγραφικής με την τεχνική της ξηρογραφίας. Ο ζωγράφος τους ήταν ένας αξιόλογος καλλιτέχνης που γνώριζε πολύ καλά την τεχνική του χρώματος, της προοπτικής, των συνιζήσεων και της φωτοσκίασης.

Μαρμάρινη πόρτα μακεδονικού τάφου Αγίας Παρασκευής Θεσσαλονίκης

Στην περιοχή της Αγίας Παρασκευής (αρχαίος Ανθεμούντας), διαπιστώνεται έντονη διαχρονική κατοίκηση από τα προϊστορικά χρόνια μέχρι και σήμερα. Στη θέση «Μικρή Τούμπα», 30 χλμ. νοτιοανατολικά της Θεσσαλονίκης, ερευνήθηκε το 1983 ένας μνημειακός μακεδονικός τάφος (οι μακεδονικοί τάφοι αποτελούν το χαρακτηριστικό ταφικό μνημείο της ελίτ του μακεδονικού βασιλείου κυρίως κατά τον 4ο αι. π.Χ.).

Πρόκειται για μεγάλο (μήκος 6,50 μ., πλάτος 4 μ., ύψος 4,80 μ.) και εξαιρετικά επιμελημένο μνημείο, χτισμένο με πώρινους δόμους. Μπροστά από την είσοδο υπάρχει μεγάλη αυλή με τοίχους χτισμένους με πλιθιά, επιχρισμένους με λευκό κονίαμα, όπως και ο δρόμος που οδηγεί στην είσοδο του τάφου και έχει μήκος 20 μέτρα. Όλη η πρόσοψη είναι λευκή εκτός από το επάνω μέρος που έχει ζωγραφιστή αρχιτεκτονική διακόσμηση με μαύρο, κόκκινο και μπλε χρώμα. Οι τοίχοι και των δύο θαλάμων είναι ζωγραφισμένοι σε ζώνες με τέσσερις αποχρώσεις: μαύρο, λαδοπράσινο, ώχρα και κόκκινο. Ήταν συλημένος ήδη από την αρχαιότητα, αλλά διασώθηκαν ορισμένα κτερίσματα που μας βοηθούν να χρονολογήσουμε το μνημείο στα τέλη του 4ου αι. π.Χ.

Ο τάφος έφερε μεγάλη δίφυλλη μαρμάρινη εξώπορτα, η οποία σώζεται σε εντυπωσιακή κατάσταση και εκτίθεται σήμερα στο μουσείο, δίνοντας μία εικόνα της μνημειακότητας, της τεχνικής και καλλιτεχνικής αρτιότητας των μακεδονικών τάφων. Έχει ύψος 2,48 μ. και διατηρεί όλα τα χάλκινα εξαρτήματά της: διακοσμητικά καρφιά (εφηλίδες), περίτεχνη λαβή, ρόπτρο, κλειδαριά. Τα βαριά μαρμάρινα θυρόφυλλα άνοιγαν εύκολα χάρη σε τροχούς που ακολουθούσαν μολύβδινους οδηγούς επάνω στο δάπεδο.

Ψηφιδωτό δάπεδο με μυθολογικές σκηνές

Η Θεσσαλονίκη ως μεγαλούπολη είχε πολυτελείς κατοικίες που διέθεταν επίσημους χώρους για τις συγκεντρώσεις και τα συμπόσια των πλούσιων ιδιοκτητών τους. Ψηφιδωτά δάπεδα με γεωμετρικές συνθέσεις ή εικονιστικές παραστάσεις έδιναν μια ξεχωριστή αίσθηση πολυτέλειας στις αίθουσες αυτές.

Μία ιδέα για την πολυτέλεια και το μεγάλο μέγεθος αυτών των χώρων μπορούμε να πάρουμε από το ψηφιδωτό δάπεδο της οικίας που αποκαλύφθηκε στην οδό Σωκράτους 45 και χρονολογείται στο α΄ μισό του 3ου αι. μ.Χ.
Μέσα σε ένα κοινό πλαίσιο από μαίανδρο αγκυλωτών σταυρών εικονίζονται τρία γνωστά μυθολογικά θέματα που «κλείνονται» σε διάχωρα-πίνακες. Το μεγάλο διάχωρο που δεσπόζει στο κέντρο κοσμεί η εντυπωσιακότερη σύνθεση.
Απεικονίζεται μια πολυπρόσωπη διονυσιακή σκηνή: ο θεός Διόνυσος φτάνει με τη συνοδεία του στη Νάξο και πλησιάζει την κοιμισμένη Αριάδνη.

Στο κέντρο τοποθετείται η Αριάδνη που κοιμάται εγκαταλειμμένη από τον Θησέα. Πίσω από έναν βράχο ένας φτερωτός Έρωτας και στα δεξιά μια Μαινάδα με έναν βοσκό δείχνουν την κοιμισμένη Αριάδνη. Στα αριστερά εικονίζονται ο θεός Διόνυσος, που αγκαλιάζει έναν Σάτυρο, και ένας Σιληνός. Οι άλλοι δύο μικρότεροι πίνακες περιέχουν και οι δύο σκηνές αρπαγών: στον έναν εικονίζεται το κυνήγι Νύμφης από νεαρό γυμνό άνδρα. Αν και δεν σώζονται τα κεφάλια των μορφών έχουμε πιθανότατα την παράσταση Απόλλωνα και Δάφνης. Στο τρίτο διάχωρο εικονίζεται ο Δίας μεταμορφωμένος σε αετό να αρπάζει τον νεαρό Γανυμήδη.

Και οι τρεις παραστάσεις αντιπροσωπεύουν γνωστούς και αγαπητούς εικονογραφικούς τύπους. Ειδικότερα η ανακάλυψη της Αριάδνης είναι από τα πιο δημοφιλή θέματα του ρεπερτορίου των ψηφιδωτών τον 3ο και 4ο αι. Άλλωστε, η επιλογή ενός διονυσιακού θέματος για τη διακόσμηση της πολυτελούς αίθουσας μιας κατοικίας σίγουρα δεν είναι τυχαία. Η λατρεία του Διονύσου, θεού της φύσης και της γονιμότητας, μια λατρεία συνδεδεμένη με τη χαρά της ζωής, είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στα πλούσια στρώματα της πόλης.

Το ψηφιδωτό χαρακτηρίζεται από υψηλή ποιότητα. Ο σχεδιασμός και οι αναλογίες των ανθρώπινων μορφών, οι φωτοσκιάσεις, η χρωματική κλίμακα και η απόδοση της τρίτης διάστασης απηχούν την κλασική παράδοση. Ίσως, λοιπόν, ο ψηφοθέτης να εργάστηκε με πρότυπο κάποιο παλαιότερο ζωγραφικό έργο.

Το ψηφιδωτό του Διονύσου, όπως και μια σειρά άλλων πολύχρωμων ψηφιδωτών δαπέδων που ήρθαν στο φως με τις ανασκαφικές έρευνες στη Θεσσαλονίκη, μαρτυρούν για την ακμή της τέχνης του ψηφιδωτού στην πόλη. Σημαντικά εργαστήρια έμπειρων τεχνιτών δραστηριοποιούνται και δημιουργούν έργα υψηλής ποιότητας.

Γενικό διάταγμα επιστράτευσης Φιλίππου Ε' (197 π.Χ.)

Μια πολύ σημαντική επιγραφή που εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης μας μεταφέρει στις αρχές του 2ου αι. π.Χ. Η επιγραφή μας δίνει ολοζώντανη την εικόνα των δραματικών ημερών της πολεμικής σύρραξης των μακεδονικών δυνάμεων για να αντιμετωπίσουν στην τελική του φάση τον ρωμαϊκό κίνδυνο. Χρονολογείται το 197 π.Χ. και αποτελεί ένα από τα αντίγραφα του γενικού διατάγματος επιστράτευσης του ανδρικού πληθυσμού που εξέδωσε ο βασιλιάς Φίλιππος Ε' για όλη τη μακεδονική επικράτεια. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση βασιλικό διάγραμμα από το βασίλειο της Μακεδονίας.

Στο κείμενο δίνονται οδηγίες για τη γενική επιστράτευση κατά πόλεις με τη στρατολόγηση των αρρένων κάθε νοικοκυριού, σύμφωνα με τους απογραφικούς καταλόγους. Η επιγραφή αποκαλύπτει την κρισιμότητα της κατάστασης και την αγωνία του Φιλίππου Ε' για τη μεγάλη έλλειψη νεοσύλλεκτων Μακεδόνων λόγω των μακρών πολέμων που διεξήγαγε το βασίλειο. Αυτή φαίνεται από το γεγονός ότι ο βασιλιάς επιστρατεύει όχι μόνο παλαίμαχους άνω των 50 ετών αλλά και ανήλικα παιδιά ηλικίας μόνο 15 ετών.

Εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο αποτελεί η πληροφορία ότι οι επίστρατοι μπορούσαν να κάνουν ενστάσεις σε βάρος των αποφάσεων των επιστρατευτικών αρχών. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι ακόμη και σε τόσο δύσκολες συνθήκες ο Φίλιππος ο Ε' δεν κυβερνούσε ως σκληρός μονάρχης, αλλά εφάρμοζε τους νόμους και είχε ως γνώμονα το συμφέρον των υπηκόων του, συνεχίζοντας έτσι την παράδοση των προκατόχων του, που σύμφωνα με τις γραπτές πηγές κυβερνούσαν με τον νόμο και όχι με τη βία.

Η μάχη για την οποία γίνεται η επιστράτευση έλαβε χώρα στις Κυνός Κεφαλές της νότιας Θεσσαλίας την άνοιξη του 197 π.Χ. Ηγέτης των Ρωμαίων ήταν ο ύπατος Τίτος Κόιντος Φλαμινίνος που νίκησε τον μακεδονικό στρατό και επέβαλε τους όρους των Ρωμαίων.

Μετάλλιο Αθηνάς από επίσημο μακεδονικό άρμα

Το χάλκινο μετάλλιο με προτομή Αθηνάς που βρέθηκε στην ανασκαφή της πλατείας Διοικητηρίου στη Θεσσαλονίκη αποτελεί ένα αριστουργηματικό δείγμα της ύστερης ελληνιστικής τέχνης (μέσα 2ου αι. π.Χ.).

Η απόδοση της μορφής της Αθηνάς ξεχωρίζει για τον δυναμισμό και την ένταση, ενώ έξοχη αντίθεση αποτελεί η γαλήνια μορφή της Μέδουσας που κοσμεί το μπροστινό μέρος του κράνους της θεάς. Μαζί με άλλες τέσσερις χάλκινες διακοσμητικές κεφαλές ζώων που απεικόνιζαν πάνθηρες και σκύλους, αποτελούσαν τα διακοσμητικά στοιχεία ενός άρματος. Σίγουρα επρόκειτο για ένα όχημα πολυτελείας, προορισμένο για επίσημες τελετές και παρελάσεις.

Αυτό το μοναδικής τέχνης αντικείμενο ανήκε πιθανότατα σε έναν επιφανή Μακεδόνα εταίρο ή κάποιο μέλος της βασιλικής οικογένειας.

Αττική σαρκοφάγος με παράσταση Αμαζονομαχίας

Μνημειακή σαρκοφάγος του αττικού εργαστηρίου, μια από τις μεγαλύτερες που έχουν διασωθεί σε ολόκληρο τον ρωμαϊκό κόσμο. Το κάλυμμά της έχει τη μορφή κλίνη­ς επάνω στην οποία αναπαύεται ένα ζεύγος. Η γυναίκα κρατά στο χέρι της στεφάνι και ο άνδρας κύλινδρο. Το στρώμα της κλίνης διακοσμείται με θαλάσσια τέρατα και Νηρηίδες που ιππεύουν επάνω σε θαλάσσια άλογα και ταύρους. Πλατιά ταινία με Ερωτιδείς και ζώα κοσμεί το ανώτερο τμήμα της λάρνακας.

Στην κύρια όψη αναπτύσσεται μια γεμάτη ένταση σκηνή Αμαζονομαχίας με μορφές πεζές και έφιππες. Οι Αμαζόνες εικονίζονται όλες με κοντό ζωσμένο χιτωνίσκο που αφήνει γυμνό το δεξιό στήθος. Οι κρανοφόροι Έλληνες είναι γυμνοί ή φέρουν χλαμύδα γύρω από το στήθος. Στο κέντρο της παράστασης ο Αχιλλέας ετοιμάζεται να καταφέρει το τελειωτικό χτύπημα στη γονατισμένη βασίλισσα των Αμαζόνων Πενθεσίλεια, την οποία έχει αρπάξει από τα μαλλιά. Σύμφωνα με τον μύθο ο μεγαλύτερος ήρωας του τρωικού πολέμου ερωτεύεται την όμορφη Αμαζόνα, λίγο πριν εκείνη ξεψυχήσει. Η σκηνή της Αμαζονομαχίας εκτείνεται και στις υπόλοιπες τρεις όψεις της λάρνακας.

Οι πολυτελείς, αττικές σαρκοφάγοι με την πλούσια ανάγλυφη μυθολογική διακόσμηση ήταν περιζήτητες σε ολόκληρη τη λεκάνη της Μεσογείου κατά τη διάρκεια του 2ου και του 3ου αι. μ.Χ. Ειδικοί επιστήμονες εκτιμούν πως η κατασκευή μιας αττικής σαρκοφάγου απαιτούσε να εργαστούν τέσσερις καλλιτέχνες επί ένα έτος. Ευνόητο είναι ότι τα έργα αυτά προορίζονταν για ένα αριθμητικά περιορισμένο και οικονομικά εύρωστο κοινό. Στη Θεσσαλονίκη των αυτοκρατορικών χρόνων, στην οποία λειτουργούσε ακμαίο εργαστήριο κατασκευής μαρμάρινων σαρκοφάγων, ένας μικρός αριθμός σαρκοφάγων εισαγόταν από τα περίφημα αττικά εργαστήρια.

Αττική σαρκοφάγος με παράσταση της ομηρικής «μάχης στα πλοία»

Η εντυπωσιακή μαρμάρινη σαρκοφάγος αποτελεί έργο του ακμαίου αττικού εργαστηρίου σαρκοφάγων, τα προϊόντα του οποίου διακινούνταν σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Το κάλυμμά της έχει τη μορφή κλίνης, επάνω στην οποία αναπαύεται ζεύγος δύο μορφών, ενός άνδρα και μιας γυναίκας. Ο άνδρας κρατά με το αριστερό του χέρι δυο κυλίνδρους. Το στρώμα διακοσμείται με μορφές του θαλάσσιου θιάσου, Νηρηίδες και Τρίτωνες. Στο ανώτερο τμήμα της λάρνακας υπάρχει πλατιά ταινία με λαγούς, κάπρους και σκυλιά που τρέχουν ανάμεσα σε φύλλα και ρόδακες.

Στην κύρια όψη της σαρκοφάγου αναγνωρίζεται η «μάχη στα πλοία» μεταξύ Ελλήνων και Τρώων που περιγράφεται στη ραψωδία Ο της Ιλιάδος. Τα πλοία καταλαμβάνουν το δεξί τμήμα της σύνθεσης. Στο κέντρο δύο μορφές που μάχονται μπροστά στην αποβάθρα των πλοίων αποδίδονται σε μεγαλύτερη κλίμακα. Πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα για τον Έκτορα και τον Περιφήτη από τις Μυκήνες που σκοτώθηκε από το χέρι του ήρωα. Υψηλά, στο δεξιό άκρο της παράστασης εικονίζεται ημίγυμνη Νύμφη μπροστά στο άνοιγμα μιας σπηλιάς. Χαμηλότερα, κάτω από τα πλοία αποδίδεται θαλασσινό τοπίο με τους κυματισμούς του νερού, μικρά ψάρια, δελφίνια, ένα χταπόδι και έναν κάβουρα. Μπροστά από τα πλοία εικονίζονται δύο θαλάσσιες θεότητες, μια ημίγυμνη Νηρηίδα, στο χέρι της οποίας τυλίγεται κήτος, και ένας γενειοφόρος Τρίτων. Στο αριστερό τμήμα της σαρκοφάγου η μάχη διεξάγεται στη στεριά. Η σκηνή της μάχης στη στεριά εκτείνεται και στην αριστερή στενή πλευρά της σαρκοφάγου.

Για τη διακόσμηση της δεξιάς στενής πλευράς της σαρκοφάγου επιλέχθηκε ένα τελείως διαφορετικό θέμα: ο μουσικός και ποιητής Ορφέας κάθεται σε βραχώδες τοπίο πλαισιωμένο από δέντρα. Κρατά την κιθάρά του και με το αριστερό του σκέλος πατά σε λιοντάρι. Γύρω του εικονίζονται διάφορα ζώα, όπως κριάρι, σκυλιά, άλογα, ελάφι, κάπρος, βόδι, αρκούδα, πελαργός, πουλί, καθιστός πίθηκος κ.ά.

Την πίσω όψη της σαρκοφάγου κοσμεί παράσταση με το κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου. Ο Μελέαγρος, ο γιος του βασιλιά της Καλυδώνας Οινέα, επιτίθεται με κυνηγετικό ακόντιο εναντίον του μεγάλου κάπρου. Το ζώο το είχε στείλει στη χώρα η θεά Άρτεμις καθώς ήταν θυμωμένη με τον βασιλιά της Καλυδώνας που είχε ξεχάσει να της προσφέρει θυσία. Ο ήρωας πλαισιώνεται και από άλλους κυνηγούς, ενώ παρούσα στη σκηνή είναι και η αμαζόνα Αταλάντη συνοδευόμενη από σκυλί. Ο κοντός χιτωνίσκος που φορά αφήνει ακάλυπτο το δεξιό της στήθος.

Ο Κρατήρας του Δερβενίου

Το αριστούργημα των συλλογών του Μουσείου, βρέθηκε το 1962 στον κιβωτιόσχημο τάφο Β του νεκροταφείου του Δερβενίου μαζί με μεγάλο αριθμό πολύτιμων κτερισμάτων. Περιείχε τα υπολείμματα της καύσης του νεκρού καθώς και ένα χρυσό νόμισμα του Φιλίππου Β', χρυσό δαχτυλίδι, δύο χρυσές περόνες και χάλκινο επίχρυσο στεφάνι. Το στόμιο του αγγείου έκλεινε με χάλκινο ηθμοειδές κάλυμμα, σουρωτήρι για το κρασί. Επάνω στον κρατήρα είχε τοποθετηθεί χρυσό στεφάνι μυρτιάς.

Το αγγείο σφυρηλατήθηκε από δυο ελάσματα, ένα για το σώμα και ένα για το επάνω μέρος το λαιμού. Χυτά είναι τα αγαλμάτια του ώμου, οι λαβές και η βάση. Το χρυσό του χρώμα οφείλεται στη μεγάλη περιεκτικότητα κασσίτερου στο κράμα του χαλκού.

Κεντρικές μορφές της ανάγλυφης παράστασης που κοσμεί το σώμα του αγγείου είναι ο Διόνυσος και η Αριάδνη σε σκηνή ιερού γάμου. Το ζευγάρι κάθεται επάνω σε βράχο. Ο νεαρός θεός είναι γυμνός, έχει το δεξί χέρι ακουμπισμένο πάνω στο κεφάλι του, το δεξί του πόδι πάνω στον μηρό της Αριάδνης και συνοδεύεται από πάνθηρα. Δίπλα του κάθεται η Αριάδνη που ανασηκώνει το πέπλο της και ετοιμάζεται να αποκαλυφθεί στο σύντροφό της, στη χαρακτηριστική χειρονομία της νύφης. Το ιερό ζεύγος πλαισιώνεται από μαινάδες που εικονίζονται σε σκηνή εκστατικού χορού. Τον χορό παρακολουθεί Σιληνός που στέκεται στις άκρες των δακτύλων και έχει σηκωμένο το ένα χέρι. Στο άλλο χέρι κρατά θύρσο. Αινιγματική είναι μια δεύτερη ανδρική γενειοφόρος μορφή, ένας άνδρας με ένα σανδάλι που προχωρά σε έντονο βηματισμό. Φορά χλαμύδα και ιμάτιο, από τον ώμο κρέμεται σπαθί στη θήκη του, στο αριστερό κρατά άλλο εγχειρίδιο, ενώ στο δεξί κρατούσε δύο δόρατα. Πρόκειται ίσως για την απεικόνιση του Πενθέα ή του βασιλιά της Θράκης Λυκούργου, που λόγω της ανάρμοστης συμπεριφοράς του προς τον Διόνυσο καταλήφθηκε από μανία.

Θηρία, ήμερα ζώα, κλαδιά αμπέλου και κισσού διακοσμούν όλες τις επιφάνειες του αγγείου. Τέσσερα αγαλμάτια κάθονται στους ώμους του κρατήρα. Στη μια πλευρά εικονίζονται ο νεαρός Διόνυσος και μια μαινάδα, στην άλλη πλευρά ένας αποκοιμισμένος Σιληνός με ασκό στο χέρι και μια εκστασιασμένη μαινάδα. Οι έλικες των λαβών κοσμούνται από προτομές του Ηρακλή, ενός γενειοφόρου θεού με κέρατα και του Άδη. Κάτω από την κύρια σκηνή του σώματος εμφανίζονται ζεύγη γρυπών και λέοντας με πάνθηρα που σπαράσσουν μικρό ελάφι και μοσχάρι.

Στο χείλος, επιγραφή με αργυρά γράμματα μας προσφέρει το όνομα του κατόχου του αγγείου: είναι ο Αστίων, ο γιος του Αναξαγόρα που καταγόταν από τη Λάρισα.

Ο περίφημος ελικωτός κρατήρας του Δερβενίου, ένα μοναδικό δείγμα της τορευτικής του 4ου αι. π.Χ., κατασκευάστηκε πιθανότατα σε κάποιο εργαστήριο της Μακεδονίας από καλλιτέχνη εξοικειωμένο με την αττική τέχνη.

Ο Πάπυρος του Δερβενίου

Ο πάπυρος του Δερβενίου, το αρχαιότερο βιβλίο της Ευρώπης, αποτελεί ένα από τα πολυτιμότερα εκθέματα του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης. Παράλληλα, είναι και ένα από τα σπανιότερα ευρήματα του ελληνικού χώρου, καθώς το κλίμα της Ελλάδας δεν ευνοεί τη διατήρηση παπύρων. Το τμήμα του παπύρου, το οποίο διασώθηκε ακριβώς επειδή απανθρακώθηκε, βρέθηκε το 1962 στον κιβωτιόσχημο τάφο Α του νεκροταφείου του Δερβενίου, ανάμεσα στα υπολείμματα της νεκρικής πυράς.

Η γραφή του παπύρου χρονολογείται ανάμεσα στο 340 και στο 320 π.Χ., το βιβλίο όμως το οποίο αντιγράφεται σε αυτόν είναι πολύ παλαιότερο (χρονολογείται περίπου στο 420-410 π.Χ.). Ο συγγραφέας του βιβλίου, το οποίο κινείται στα όρια μεταξύ θεολογίας και φιλοσοφίας, ήταν πιθανότατα ο Ευθύφρων από τα Πρόσπαλτα, έναν δήμο της Αττικής.

Το σωζόμενο τμήμα του παπύρου αποτελεί το επάνω μέρος του κυλίνδρου (του βιβλίου που προέκυπτε από τη συνένωση πολλών φύλλων παπύρου). Το κείμενο είναι γραμμένο σε στήλες, από τις οποίες αποκαθίστανται 26 και διαιρείται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος γίνεται μια περιγραφή των λατρευτικών πρακτικών που σχετίζονται με τη μεταθανάτια τύχη των ψυχών. Στο δεύτερο μέρος υπάρχει ένας ορφικός ύμνος που συνόδευε τις τελετουργίες των μυστών, για τους οποίους προορίζει ο συγγραφέας το βιβλίο του.

Το εντυπωσιακό τόξο αποτελούσε την επίστεψη ενός ναΐσκου κτισμένου στην ανατολική στοά ενός μεγάλου περιστυλίου του ανακτόρου του Γάιου Γαλέριου Βαλέριου Μαξιμιανού, Ρωμαίου καίσαρα (293 - 305 μ.Χ.) και αυτοκράτορα (305 - 311 μ.Χ.) που είχε ως έδρα τη Θεσσαλονίκη. Τα ερείπια του εκτεταμένου Γαλεριανού συγκροτήματος διατηρούνται σήμερα στην Πλατεία Ναβαρίνου.

Το τόξο, έργο υψηλής καλλιτεχνικής ποιότητας, αποτελεί προϊόν του ακμαίου τοπικού εργαστηρίου γλυπτικής της Θεσσαλονίκης. Ο πλούσιος γλυπτός διάκοσμος αναπτύσσεται στις τρεις όψεις του τόξου. Στην κύρια όψη δυο νεαροί Ανατολίτες, ίσως Πέρσες, υψώνουν στα χέρια τους δύο κυκλικά μετάλλια με προτομή. Στο δεξιό εικονίζεται ο Γάιος Γαλέριος Βαλέριος Μαξιμιανός. Στο αριστερό μετάλλιο εικονιζόταν αρχικά η σύζυγος του, Γαλερία Βαλερία.

Σε μια δεύτερη επεξεργασία, που έγινε μετά τον θάνατο του Γαλερίου, στο γυναικείο πορτρέτο προστέθηκε πυργωτό στέμμα. Με τη μεταρρύθμιση αυτή, η γυναικεία προτομή μετατράπηκε σε απεικόνιση μιας θεότητας, πιθανότατα της «Τύχης της Θεσσαλονίκης», η οποία συνόδευε τον θεοποιημένο κτίστη της πόλης Γαλέριο. Δύο φτερωτοί ερωτιδείς που κρατούν στα χέρια τους γιρλάντα καλύπτουν το διάστημα ανάμεσα στα μετάλλια. Στο εσωτερικό τμήμα του τόξου, βλαστοί κληματαριάς περιβάλλουν ακόμη ένα μετάλλιο με την προτομή του Διονύσου. Στη δεξιά πλευρά του τόξου εικονίζεται ο τραγοπόδαρος θεός Πάνας να παίζει ένα πνευστό μουσικό όργανο, τη σύριγγα, και να κρατάει λαγωβόλο (ρόπαλο για το κυνήγι του λαγού). Στην αριστερή πλευρά αποδίδεται μια μαινάδα.

Ανάγλυφη επιτύμβια στήλη από τη Νέα Καλλικράτεια

Η ανάγλυφη επιτύμβια στήλη από τη Νέα Καλλικράτεια, ένα από τα αριστουργήματα αρχαίας ελληνικής τέχνης, είναι ένα διεθνώς γνωστό έργο.

Κατασκευασμένη από πιθανότατα παριανό μάρμαρο, διατηρεί ίχνη χρωμάτων από τη διακόσμηση. Φέρει αέτωμα και παράσταση με κόρη που φορά πέπλο και κρατά με το αριστερό της χέρι περιστέρι από τις φτερούγες, ενώ με το δεξί ανασύρει την άκρη του πέπλου που αφήνει να φανεί το γυμνό κορμί της. Πρόκειται για κορίτσι μικρής ηλικίας, όπως δείχνει το ασχημάτιστο ακόμα στήθος.

Συγκρινόμενο με ανάλογα παραδείγματα, δημιουργίες του παριανού εργαστηρίου που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές για την ποιότητα της καλλιτεχνικής του παραγωγής, το έργο αυτό μπορεί να τοποθετηθεί γύρω στο 440 π.Χ.

Η στήλη της Νέας Καλλικράτειας, όπως είναι ευρύτατα γνωστή στην έρευνα της αρχαίας ελληνικής πλαστικής, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα νησιωτικοϊωνικά επιτύμβια έργα.

Άγαλμα Αφροδίτης τύπου Λούβρου-Νεάπολης ή Αφροδίτης «Fréjus»

Το γυναικείο άγαλμα πατά σε ορθογώνια βάση, δεν σώζει το κεφάλι με τον λαιμό και τμήματα των χεριών. Φορά χιτώνα που αποδίδεται κολλημένος στο σώμα αφήνοντας ελεύθερα τον αριστερό ώμο και το στήθος. Το ιμάτιο, ένα δεύτερο ένδυμα, απλώνεται στην πίσω όψη, ενώ με το δεξί της χέρι η μορφή κρατά ψηλά μαζεμένο ένα τμήμα του με το υπόλοιπο να συγκρατείται στον γοφό. Η σύνθεση που δημιουργείται με αυτόν τον τρόπο είναι πρωτότυπη και υπολογισμένη με αριστοτεχνικό τρόπο.

Το άγαλμα συγκαταλέγεται ανάμεσα στα σημαντικότερα αντίγραφα του τύπου Αφροδίτης τύπου Λούβρου-Νεάπολης ή Αφροδίτης «Fréjus» και έχει ιδιαίτερα απασχολήσει την έρευνα με τις απόψεις ακόμα να διίστανται. Το αντίγραφο χρονολογείται στα μέσα του 1ου αι. μ.Χ. ή, σύμφωνα με μία άλλη άποψη, στο α' μισό του 2ου αι. μ.Χ., ενώ το πρωτότυπο έργο θα πρέπει με βεβαιότητα να θεωρηθεί κλασικό. Το ότι βρέθηκε στο ιερό των Αιγυπτίων θεών οφείλεται στη σχέση της Αφροδίτης με την αιγυπτιακή θεότητα Ίσιδα. Ο καλλιτέχνης του πρωτότυπου έργου θα μπορούσε να είναι ο Καλλίμαχος, ο Πολύκλειτος ή ο Αλκαμένης αποδίδοντάς το έτσι σε ένα αττικό ή σε ένα πελοποννησιακό εργαστήριο γλυπτικής, σύμφωνα πάντα με τα τεχνικά του χαρακτηριστικά. Οπωσδήποτε όμως πρόκειται για ένα έργο ποιότητας που αντιγράφει ένα επίσης ποιοτικό πρωτότυπο έργο γύρω στο 420 π.Χ., κατά πάσα πιθανότητα χάλκινο. Δεν αποκλείεται όμως το πρωτότυπο να ήταν και μαρμάρινο. Πρόκειται για μία ευρύτατα γνωστή καλλιτεχνική δημιουργία αξιώσεων.