Το γλυπτό ήταν εντοιχισμένο στο HamzaBey τζαμί (Αλκαζάρ) και μεταφέρθηκε στο Μουσείο το 1930.
Είναι κατασκευασμένο από λευκό, λεπτόκοκκο, πεντελικό μάρμαρο και φέρει αρκετές φθορές και ίχνη επιχρίσματος.
Από την παράσταση σώζεται το σώμα ενός ταύρου που δέχεται την επίθεση γρύπα.
Το θέμα του γρύπα που κατασπαράσσει ζώα, γνωστό από την αρχαϊκή και κλασική τέχνη, συμβολίζει κατά μία άποψη την αναμέτρηση της ζωής με τον θάνατο. Στις αττικές σαρκοφάγους, όπως η δική μας, είναι σχετικά σπάνιο.
Το γλυπτό ήταν εντοιχισμένο στο Hamza Bey τζαμί, το μεγαλύτερο τέμενος στην Ελλάδα. Πρόκειται για τον πρώτο οθωμανικό χώρο προσευχής στη Θεσσαλονίκη. Χτίζεται το 1467/68 από την Hafsa Hatun, κόρη του Sarabdar Hamza Bey, αρχικά ως mesçid (μικρό συνοικιακό τέμενος χωρίς μιναρέ) στη θέση όπου υπήρχε η μικρή βυζαντινή μονή των Σαράντα Μαρτύρων. Τον 16ο αι. επεκτείνεται και αποκτά περίστυλη αυλή, όπου τοποθετούνται σε δεύτερη χρήση κίονες και αρχιτεκτονικά γλυπτά από κτίρια των ύστερων ρωμαϊκών και παλαιοχριστιανικών χρόνων. Συνεχίζει να λειτουργεί ως ισλαμικό τέμενος ως το 1923 και το 1926 κηρύσσεται διατηρητέο μνημείο με βασιλικό διάταγμα. Ωστόσο, για μεγάλο διάστημα λειτουργεί ως εμπορικό κέντρο με καταστήματα και κινηματογράφο (το γνωστό Αλκαζάρ), με αποτέλεσμα την αρχιτεκτονική αλλοίωση και τη στατική επιβάρυνσή του.
Ένα επεισόδιο της ζωής του μνημείου ανιχνεύουμε από την υπηρεσιακή αλληλογραφία του Εφόρου Αρχαιοτήτων Μακεδονίας Ν. Κοτζιά, όταν το 1930 προσπάθησε μάταια να αποτρέψει κάποιες αυθαίρετες επεμβάσεις των νέων ιδιοκτητών. Ίσως τότε να μεταφέρθηκε στη συλλογή του Μουσείου και το δικό μας γλυπτό.
Χρονολογείται στο τέλος 2ου - αρχές 3ου αι. μ.Χ.
Μπορείτε να δείτε το αντικείμενο στην περιοδική έκθεση «Για μια φλόγα που καίει [1821-2021]. Αρχαιότητες και Μνήμη, Θεσσαλονίκη – Μακεδονία».