Το 1891 ο Σωτήριος Αστεριάδης, γραφέας του Γενικού Προξενείου Θεσσαλονίκης δημοσιεύει στην Εικονογραφημένη Εστία (Ευρήματα εν Θεσσαλονίκη, Εικονογραφημένη Εστία, τόμος Β, τεύχος 48) το επιτύμβιο ανάγλυφο του Πολυκάρπου μαζί με αλλά αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία, όπως αναφέρει, εντοπίζονται κατά την καθαίρεση του ανατολικού τείχους στην περιοχή της Κασσανδρεωτικής πύλης (στη σημερινή πλατεία Σιντριβανίου).
Το συγκεκριμένο επιτύμβιο ανάγλυφο, ύψους 44 εκατοστών, είναι από υπόλευκο μάρμαρο και διατηρεί ίχνη χρώματος κατά τόπους. Παρουσιάζει μετωπικά προτομές ενός ζευγαριού και στο κάτω μέρος φέρει τρίστιχη επιγραφή σύμφωνα με την οποία η Μωμώ, κόρη του Τόρκου, έστησε το ανάγλυφο στη μνήμη του συζύγου της Πολυκάρπου, γιου του Πλάτορος:
Μωμώ ∙ Τόρκου ∙ καὶ ∙ Πολύκαρ-
πον Πλάτορες τὸν ἄνδραν
ἑαυτῆς μνήμης χάριν.
Τα χαρακτηριστικά της κόμμωσης του ζευγαριού θυμίζουν ανάγλυφα που χρονολογούνται γύρω στα μέσα του 2ου αι. μ.Χ.
Η απουσία αρχιτεκτονικού πλαισίου, η χρήση εργαλείου, όπως αποδεικνύουν τα σημάδια στον αριστερό κρόταφο και τα ίχνη κονιάματος δείχνουν ότι το ανάγλυφο ήταν εντοιχισμένο σε κάποιο μεγαλύτερο ταφικό κτίσμα. Η αναφερόμενη θέση εύρεσής του, στην περιοχή της Κασσανδρεωτικής πύλης (ή αλλιώς Πύλη της Καλαμαριάς) κοντά δηλαδή στο ανατολικό νεκροταφείο της πόλης, ενισχύει την άποψη ότι το ανάγλυφο αποτελούσε αρχικά τμήμα ενός ταφικού μνημείου και επαναχρησιμοποιήθηκε ως οικοδομικό υλικό στο ανατολικό τείχος της Θεσσαλονίκης, πιθανόν για την αντιμετώπιση των βαρβαρικών επιδρομών.
Μπορείτε να δείτε το αντικείμενο στην περιοδική έκθεση «Για μια φλόγα που καίει [1821-2021] Αρχαιότητες και Μνήμη, Θεσσαλονίκη – Μακεδονία».