Η τέχνη του ψηφιδωτού δαπέδου, η διακοσμητική χρήση δηλαδή μικρών λίθων για την κάλυψη του δαπέδου ενός χώρου, σημειώνει μεγάλη διάδοση στον ελλαδικό χώρο από το τέλος του 5ου αιώνα π.Χ. και μετά.
Ως πρώτη ύλη χρησιμοποιούνται αρχικά μικρά ποταμίσια βότσαλα ή χαλίκια (βοτσαλωτό ψηφιδωτό). Από τον 3ο αιώνα π.Χ., στους ελληνιστικούς χρόνους, αρχίζει η χρήση της τετράγωνης κομμένης ψηφίδας, η οποία συνεχίζεται και καθιερώνεται σε όλη τη διάρκεια των ρωμαϊκών χρόνων έως και την ύστερη αρχαιότητα. Το κύριο διακοσμητικό θέμα, στο κέντρο του δαπέδου, μπορεί να είναι ένας ξεχωριστός πίνακας κατασκευασμένος από πριν στο εργαστήριο με πολύ μικρές ψηφίδες, μέχρι και ενός χιλιοστού, τοποθετημένες σε σειρές. Μία άλλη κατηγορία αποτελούν τα λεγόμενα χοντρά ψηφιδωτά, κατασκευασμένα από ακανόνιστα κομμένα πλακίδια διαφόρων μεγεθών. Τα ψηφιδωτά δάπεδα διέθεταν ένα υπόστρωμα από επάλληλες στρώσεις χαλικιών, ασβέστη και κεραμιδιών, στην ανώτερη από τις οποίες τοποθετούνταν οι ψηφίδες.
Τα έργα αυξάνονται από τα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ. και μετά, ενώ τα περισσότερα ρωμαϊκά ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης ανήκουν στον 3ο αιώνα μ.Χ. Την εποχή αυτή χρησιμοποιείται και ο πολύχρωμος διάκοσμος με θέματα από την ελληνική μυθολογία, συμβολικές μορφές αλλά και την καθημερινή ζωή, τα οποία διατάσσονται στο δάπεδο που διακοσμούν με τη μορφή συνεχόμενων διαχώρων.
Δεν λείπουν βέβαια και τα ψηφιδωτά με γεωμετρικό διάκοσμο, είτε ως συμπληρωματικά σε εικονιστικές παραστάσεις είτε σε χώρους δευτερεύουσας σημασίας.
Μεγάλη τομή στην τέχνη του ψηφιδωτού στη Θεσσαλονίκη σημειώνεται την εποχή της Τετραρχίας (τέλος 3ου – αρχές 4ου αιώνα μ.Χ.) με την ανέγερση του Γαλεριανού ανακτόρου, για τη διακόσμηση του οποίου συνεργάστηκαν ξένα και ντόπια εργαστήρια ψηφοθετών.